- μοιρηφόρητος
- μοιρηφόρητος, -ον (Α)βλ. μοιροφόρητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοιροφόρητος — και μοιρηφόρητος, ον (Μ) αυτός που προήλθε από τις Μοίρες, που τόν φέρνουν οι Μοίρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + φόρητος, μέσω ενός αμάρτυρου *μοιροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος). Το η τού τ. μοιρηφόρητος οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek